- οδηγισμός
- οδιεθνής προσκοπική οργάνωση νεανίδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < οδηγός «νέα-μέλος προσκοπικής οργάνωσης» + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδηγισμός — ο προσκοπισμός των κοριτσιών: Κάθε βδομάδα τακορίτσια της γειτονιάς πηγαίνουν στον οδηγισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)